ΑΡΧΙΚΗ ΣΕΛΙΔΑ

Μπωντλαίρ 1821 έως 1867 (46)

Τι κι αν έρχεσαι από τον Παράδεισο ή την Κόλαση, δεν έχει σημασία, ω Ομορφιά!


ΑΠΟΦΘΕΓΜΑΤΑ

Μεθύστε

Να είστε πάντα μεθυσμένοι. Αυτό είναι όλο!
Επιτακτική ανάγκη!
Για να μην νιώθετε το φριχτό βάρος του χρόνου,
να συντρίβει τους ώμους, να σας γέρνει στην γη.
Μεθύστε και μείνετε μεθυσμένοι.
Αλλά με τι;
Με κρασί, με ποίηση, με αρετή, με ό,τι σας αρέσει!
Όμως μεθύστε.
Και αν τύχει κάποιες φορές να ξυπνήσετε,
Στα σκαλιά ενός παλατιού,
Στο πράσινο γρασίδι ενός χαντακιού,
Μέσα στην βαρύθυμη μοναξιά του δωματίου σας,
Με το μεθύσι σας χαμένο ή ελαττωμένο
Ρωτήστε τον άνεμο, το κύμα, το αστέρι, το πουλί, το ρολόι,
Ρωτήστε οτιδήποτε φεύγει
Οτιδήποτε βογκάει,
ή κυλάει ή τραγουδάει
Οτιδήποτε μιλάει,
Ρωτήστε τι ώρα είναι;
Και ο άνεμος, το κύμα, το αστέρι, το πουλί, το ρολόι,
Θα σας απαντήσει:
Είναι ώρα να μεθύσετε!
Για να μην είστε οι βασανισμένοι σκλάβοι του Χρόνου,
Μεθύστε,
Μείνετε μεθυσμένοι,
Με κρασί, με αρετή, με ποίηση, με ό,τι σας αρέσει!

Ο Σαρλ Πιερ Μπωντλαίρ (Charles Pierre Baudelaire, Παρίσι, 9 Απριλίου 1821 - 31 Αυγούστου 1867) ήταν Γάλλος ποιητής. Γεννήθηκε στο Παρίσι όταν ο πατέρας του ήταν εξήντα και η μητέρα του είκοσι έξι ετών. Ο πατέρας του ήταν άνθρωπος μορφωμένος, αφοσιωμένος στα ιδανικά του Διαφωτισμού και ερασιτέχνης ζωγράφος. Πέθανε το 1827 και η μητέρα του παντρεύτηκε τον επόμενο χρόνο τον Συνταγματάρχη Οπίκ. Ο Σάρλ Πιέρ δεν της το συγχώρεσε ποτέ καθώς ο Οπίκ ήταν το ακριβώς αντίθετο του καλλιτέχνη πατέρα του. Τελειώνοντας τις σπουδές του σε Λυών και Παρίσι αποφασίσε να ζήσει την ζωή του ενάντια στις παραδοσιακές αστικές αξίες που ενσαρκώνει η μητέρα του και ο πατριός του. Ταξίδεψε το 1841 ως τις Ινδίες για να βρει την τύχη του αλλά δεν παρέμεινε για πολύ. Επέστρεψε το 1842 και συνδέεθηκε με την Ζαν Ντυβάλ (Jeanne Duval, η Μαύρη Αφροδίτη των ποιημάτων του), μια νεαρή μιγάδα, η οποία θα τον μυήσει στις ηδονές αλλά και στις καταχρήσεις. Ο Μπωντλαίρ ζει ξοδεύοντας την κληρονομιά από τον πατέρα του σε αλκοόλ και γυναίκες ενώ συγχρόνως γράφει ποίηση. Ανακαλύπτει και μεταφράζει τον Πόε, εργάζεται ως δημοσιογράφος και κριτικός τέχνης παίρνονντας επικριτική θέση απέναντι στις μεγαλόστομες μορφές του ρομαντισμού. Το 1848 συμμετέχει στην επανάσταση των οδοφραγμάτων και λέγεται ότι παροτρύνει τους επαναστάτες να πυροβολήσουν τον πατριό του, Οπίκ. Αργότερα, μαζί με τους Φλωμπέρ και Ουγκώ εκφράζει την αντίθεση του στην κυβέρνηση του Ναπολέοντος Γ΄. Το 1857 εκδίδονται τα Άνθη του Κακού που καταδικάστηκαν ως προσβλητικά της δημοσίας αιδούς. Η εφημερίδα Le Figaro της 5ης Ιουλίου 1857 έγραψε σχετικά: «Σε ορισμένα σημεία αμφιβάλλουμε για την πνευματική υγεία του Κου Μπωντλαίρ. Όμως ορισμένα άλλα δεν μας επιτρέπουν περαιτέρω αμφιβολίες. Κυριαρχεί, ως επί το πλείστον, η μονότονη και επιτηδευμένη επανάληψη των ίδιων πραγμάτων, των ίδιων σκέψεων. Η αηδία πνίγει την αχρειότητα, για να την καταπολεμήσει σμίγει με το μόλυσμα». Εκατό χρόνια θα χρειαστεί να περάσουν για να εκδοθούν τα Άνθη ελεύθερα και χωρίς περιορισμούς. Το 1864 ο Μπωντλαίρ πηγαίνει στις Βρυξέλλες, όπου συγγράφει ένα φυλλάδιο διακωμώδησης της γαλλικής αστικής τάξης. Έχει σπαταλήσει εντωμεταξύ όλη του την περιουσία και ζει δυο άθλια χρόνια μέσα στην ανέχεια και την μιζέρια. Το 1866 τον φέρνουν στο Παρίσι με καθολική παράλυση. Πεθαίνει ύστερα από δεκαπέντε μήνες, τον Αύγουστο του 1867.

Από τα πιο σημαντικά του έργα, εκτός από "Τα Άνθη του Κακού", είναι το «Τεχνητοί παράδεισοι» και η «Η Μελαγχολία του Παρισιού».Σε ολόκληρο το έργο του προσπάθησε να συνταιριάξει την Ομορφιά με την Ασχήμια, την βία με την ηδονή, τον πόνο με την χαρά, έγραψε ποιήματα μελαγχολίας, νοσταλγίας, σοβαρά, σκανδαλιστικά, κοροιδευτικά. Υπέστη δριμεία κριτική και ελάχιστοι από τους σύγχρονούς του τον κατανόησαν. Σήμερα αναγνωρίζεται ως μέγας ποιητής της γαλλικής και της παγκόσμιας λογοτεχνίας και συγκαταλέγεται μεταξύ των κλασικών Γάλλων ποιητών.