![]() |
ΑΡΧΙΚΗ ΣΕΛΙΔΑ Λευκάδιος Χερν 1850 έως 1904 (54)
| ||
---|---|---|---|
Μια Ιστορία
ΗΤΑΝ κάποτε ένας κυνηγός και γερακάρης, τον λέγανε Σονζό και ζούσε στην επαρχία Ταμούρα Νο Γκο, στο Νομό Μούτσου. Μια μέρα, πήγε να κυνηγήσει μα δε συνάντησε κανένα θήραμα. Στο δρόμο της επιστροφής, στην τοποθεσία Ακανούμα, πήρε το μάτι του ένα ζευγάρι πάπιες όσιντόρι. Κολυμπούσαν πλάι-πλάι στα νερά του μικρού πόταμου πού έπρεπε να περάσει. "Αν σκοτώσεις, λένε, ένα οσιντόρι θα σε βρει μεγάλη δυστυχία. Ο Σονζό όμως πεινούσε, σκόπευσε λοιπόν το ζευγάρι. Το βέλος τρύπησε το αρσενικό· το θηλυκό ξέφυγε μέσα από τις καλαμιές της αντίπερα όχθης και χάθηκε. Ο Σονζό κουβάλησε το σκοτωμένο πουλί στο σπίτι και το μαγείρεψε. |
Ο Λευκάδιος Χερν (Koizumi Yakumo στα ιαπωνικά) ήταν συγγραφέας, ποιητής και μεταφραστής, γνωστός για τα βιβλία του για τη Νέα Ορλεάνη και την Ιαπωνία καθώς και και για τις μεταφράσεις του από τα γαλλικά. Γιος Ιρλανδού πατέρα και Ελληνίδας μάνας από τα Κύθηρα, γεννήθηκε στην Λευκάδα στις 27 Νοεμβρίου του 1849. Ο πατέρας του ήταν στρατιωτικός γιατρός που υπηρετούσε στο νησί, εκεί γνώρισε και παντρεύτηκε την Ρόζα Αντωνίου Κασιμάτη, μια πανέμορφη γόνο οικογένειας ευγενών με καταγωγή από Κρήτη. Τον γάμο αυτό δεν τον ήθελε καμία από τις δύο οικογένειες και προσπάθησαν χωρίς αποτέλεσμα να τον σταματήσουν. Μετά την γέννηση του Λευκάδιου ο πατέρας του μετατέθηκε στις Δυτικές Ινδίες και η μητέρα του έμεινε με τα παιδιά στην Λευκάδα (είχαν 3 αλλά το ένα πέθανε μωρό). Το 1852 ο πατέρας ζήτησε από την γυναίκα του να πάρει τα παιδιά και να πάει στην Ιρλανδία κι εκείνη υπάκουσε. Βρέθηκε στις 1 Αυγούστου του 1852 να ζει με την αυταρχική πεθερά της στο Δουβλίνο όπου πέρασε πολύ άσχημα χρόνια ώσπου τελικά ζήτησε διαζύγιο, (έτσι κι αλλιώς ο σύζυγος παρέμενε μόνιμα μακριά). Το διαζύγιο βγήκε εις βάρος της, καθώς ο σύζυγος ήταν υψηλόβαθμος στρατιωτικός και γιατρός, εύκολα πήρε την κηδεμονία των παιδιών. Η μητέρα τους αναγκάστηκε να φύγει από το Δουβλίνο χωρίς αυτά. Ξαναπαντρεύτηκε και έκανε άλλα 3 παιδιά όμως δεν μπόρεσε ποτέ να ξεπεράσει τα 2 πρώτα παιδιά που της είχαν στερήσει. Έκανε ένα ταξίδι στο Δουβλίνο για να τα δει αλλά δεν την το επιτρέψανε. Επέστρεψε στα Κύθηρα σε άσχημη ψυχολογική κατάσταση, τελικά χειροτέρεψε η ψυχική της υγεία ώσπου κλείστηκε στο ψυχιατρείο της Κέρκυρας. Δεν βγήκε ποτέ, μέχρι τον θάνατο της, δέκα χρόνια μετά, σε ηλικία 59 ετών. Ούτε ο Λευκάδιος ξεπέρασε τον αποχωρισμό από τη μάνα του, την αναπολούσε και την μνημόνευε στα ποιήματα του μέχρι τέλους της ζωής του. Ο πατέρας του τον είχε πάρει για ένα μικρό διάστημα στις Δυτικές Ινδίες και μετά τον έστειλε στην θεία του στο Δουβλίνο η οποία τον έβαλε εσώκλειστο σε ένα αυστηρό καθολικό κολλέγιο. Εκεί, πάνω σε ένα παιχνίδι, έχασε το αριστερό του μάτι.
Στα δεκαεννιά του πέρασε στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού. Εγκαταστάθηκε στο Οχάιο της Αμερικής, όπου έζησε για ένα διάστημα σε μεγάλη φτώχεια μέχρι που βρήκε δουλειά σε μια σοσιαλιστική εφημερίδα και σταδιακά εξελίχθηκε σε πετυχημένο δημοσιογράφο. Το 1874, σε ηλικία 24 ετών παντρεύτηκε μια εικοσάχρονη Αφροαμερικανίδα, τον καιρό που απαγορευόταν οι μικτοί γάμοι, μια κίνηση την οποία η κοινωνία πολέμησε. Τόσο για τον γάμο όσο και για τις αντιθρησκευτικές του απόψεις, απολύθηκε από την εφημερίδα στην οποία εργαζόταν. Λόγω των ικανοτήτων του βρήκε σύντομα εργασία σε αντίπαλη εφημερίδα. Το 1877 χώρισε και πήγε στη Νέα Ορλεάνη όπου έμεινε μέχρι το 1887. Εκεί μεταξύ των άλλων διέπρεψε στο ρεπορτάζ γαστριμαργίας αναδεικνύοντας της γεύσεις της Νέας Ορλεάνης ενώ έγινε και ο σημαντικότερος μεταφραστής της χώρας από τα γαλλικά. Μετά πήγε για δύο χρόνια στην Μαρτινίκα και το 1890 έφτασε στην Ιαπωνία όπου γοητευμένος από την χώρα του ανατέλλοντος ήλιου αποφάσισε να παραμείνει. Βρήκε δουλειά ως δάσκαλος αγγλικών κι ύστερα από ένα χρόνο παντρεύτηκε την κόρη μιας οικογένειας σαμουράι. Έκαναν 4 παιδιά. Το 1896 έγινε καθηγητής αγγλικής γλώσσας στο πανεπιστήμιο του Τόκιο και εκτός από τα βιβλία ποίησης και πεζογραφίας που έγραψε, μετέφρασε και πολλούς θρύλους της άπω Ανατολής στα αγγλικά. Ο Λευκάδιος έγινε Βουδιστής, πολιτογραφήθηκε Ιάπωνας και ερεύνησε σε βάθος τις φιλοσοφίες και τη θρησκεία. Τα βιβλία του αποτελούν μοναδικές πηγές για την Ιαπωνική κοινωνία της εποχής, τον τρόπο ζωής, τις δοξασίες, τα ήθη και τα έθιμα. Υπήρξε ο πρώτος Δυτικός που έδειξε ενδιαφέρον για την χώρα. Χωρίς υπεροψία χωρίς δογματισμό χωρίς προκαταλήψεις, γνώρισε στον δυτικό κόσμο την άγνωστη ως τότε χώρα, την οποία αγάπησε βαθιά, όπως διαφαίνεται στα γραπτά του. Κι ο ίδιος αγαπήθηκε από τους Ιάπωνες, ακόμη και σήμερα τιμάται η μνήμη του. Πέθανε στις 26 Σεπτεμβρίου του 1904 από ανακοπή καρδιάς, στα 54 του. Στην επιτύμβια στήλη του οι φοιτητές του έγραψαν: «Στον Λευκάδιο Χερν, του οποίου η πένα υπήρξε πιο ισχυρή ακόμα και από τη ρομφαία του ένδοξου έθνους που αγάπησε, έθνους που πιο μεγάλη τιμή του υπήρξε ότι τον δέχτηκε στις αγκάλες του ως πολίτη και του πρόσφερε, αλίμονο, τον τάφο».. |