ΑΡΧΙΚΗ ΣΕΛΙΔΑ

Μπαχ 1685 έως 1750 (65)

Ήμουν υποχρεωμένος να είμαι εργατικός. Όποιος είναι εξίσου εργατικός θα πετύχει.. εξίσου καλά.


ΑΠΟΦΘΕΓΜΑΤΑ





Ο Γιόχαν Σεμπάστιαν Μπαχ (Johann Sebastian Bach, 1685 - 1750) ήταν Γερμανός συνθέτης, διευθυντής ορχήστρας, μουσικοπαιδαγωγός, βιολιστής, βιολονίστας και οργανίστας, της περιόδου Μπαρόκ. Θεωρείται από τις κορυφαίες φυσιογνωμίες στην ιστορία της μουσικής, καθώς αναγνωρίζεται σ’ αυτόν ότι τελειοποίησε την πολυφωνία και καθιέρωσε ουσιαστικά το τονικό σύστημα, πάνω στο οποίο στηρίζεται η Δυτική Μουσική. Γεννήθηκε στις 21 Μαρτίου 1685 στο Άιζεναχ (γερμανικό ομόσπονδο κρατίδιο της Θουριγγίας σήμερα) και ήταν ο μικρότερος από τα οκτώ παιδιά του βιολιστή Γιόχαν Αμπρόζιους Μπαχ, ο οποίος υπήρξε ο πρώτος του δάσκαλος μουσικής. Και οι δύο γονείς του, όπως και κάποια αδέρφια του πέθαναν στην επιδημία πανώλης το 1695, ο δεκάχρονος τότε Γιόχαν πήγε να ζήσει με τον μεγαλύτερο αδερφό του που εργαζόταν ως μουσικός στην πόλη Όρντρουφ. Εκεί διδάχτηκε όργανο, τσέμπαλο, θεωρητικά και σύνθεση. Ολοκλήρωσε τις εγκύκλιες σπουδές του το 1700 και άρχισε να εργάζεται ωε μουσικός στο Ναό του Αγίου Μιχαήλ στο Λίνεμπουργκ.Το 1703 ανέλαβε τη θέση του οργανίστα σε μια νεόκτιστη εκκλησία στο Άρνστατ, όπου μια συναυλία που προκάλεσε μεγάλο θαυμασμό. Εκεί παρουσίασε την πρώτη του καντάτα και σήμερα ο ναός αυτός αποκαλείται «Η εκκλησία του Μπαχ. Το 1707 παντρεύτηκε τη δεύτερη ξαδέρφη του με την οποία έκανε 7 παιδιά.



Παρ’ όλο που διακρίθηκε σημαντικά ως οργανίστας αντιμετώπισε πολλά προβλήματα με τους εργοδότες τους, γεγονός που τον οδήγησε σε παραίτηση. Έτσι, ανέλαβε την θέση του οργανίστα στο Ναό του Αγίου Βλασίου της πόλης Μιλχάουζεν όπου και συνέχισε να γράφει και να παρουσιάζει καντάτες. Οι επεμβάσεις στο μουσικό του έργο από της εκκλησιαστικές αρχές της πόλης, έγιναν για άλλη μια φορά αιτία παραίτησης του. Το 1708 άρχισε να υπηρετεί ως μουσικός στην Αυλή της Βαϊμάρης, εκεί έγραψε πολλά σημαντικά έργα, ωστόσο μετά από καιρό οι σχέσεις με την αυλή διαταράχτηκαν καθώς προσπαθούσαν να επέμβουν στο έργο του. Το Νοέμβριο του 1717 φυλακίστηκε για ένα μήνα επειδή αψηφούσε τις μουσικές επιθυμίες του τοπικού ηγεμόνα της Βαϊμάρης.

Μετά την αποφυλάκισή του, άρχισε να εργάζεται για λογαριασμό του φιλόμουσου πρίγκιπα Λεοπόλδου στο Κέτεν. Εκεί ο Μπαχ διηύθυνε τη χορωδία και την ορχήστρα και το διάστημα 1717-1723 έγραψε τα σπουδαιότερα κοντσέρτα και σονάτες του. Το 1720, πέθανε απρόσμενα η σύζυγός του και τον επόμενο χρόνο παντρεύτηκε την κόρη ενός συναδέλφου του μουσικού με την οποία έκανε άλλα 13 παιδιά. Δεν άργησε όμως να ξαναβρεθεί αντιμέτωπος με προβλήματα και μετακόμισε στην Λειψία στη θέση του διευθυντή εκκλησιαστικής χορωδίας του Ναού του Αγίου Θωμά. Η θέση ήταν εξοντωτική και τον έφερνε πολύ συχνά σε αντιπαράθεση με το συμβούλιο της πόλης καθώς του απαγόρευαν να γράφει μουσική για το θέατρο και τον υποχρέωναν να συνθέτει διαρκώς νέα κομμάτια για τις Κυριακές και αργίες και να διδάσκει στης σχολή του Αγίου Θωμά. Ο Μπαχ ανταποκρίθηκε στα καθήκοντά του, παράγοντας εξαιρετικά μεγάλο όγκο έργου αλλά η υγεία του κατέρρεε και η όραση του γινόταν ολοένα και ασθενέστερη, χάθηκε οριστικά ύστερα από δυο αποτυχημένες εγχειρήσεις που τού έκανε ένας πλανόδιος άγγλος κομπογιαννίτης. Έτσι ο Μπαχ, έπειτα από μετεγχειρητικές επιπλοκές και κακή περίθαλψη, πέθανε στις 28 Ιουλίου 1750, σε ηλικία 65 ετών, αφήνοντας πίσω του έντεκα απογόνους (εννέα από τα 20 παιδιά του πέθαναν σε μικρή ηλικία), πέντε εκ των οποίων έγιναν μουσικοί. Επίσης άφησε περισσότερα από 1000 έργα που καλύπτουν ένα ευρύτατο φάσμα τόσο της οργανικής (έργα για τσέμπαλο, εκκλησιαστικό όργανο, κοντσέρτα), όσο και της φωνητικής μουσικής (ορατόρια, λειτουργίες, πάθη, καντάτες). Χαρακτηριστικά έργα: Τοκάτα και Φούγκα σε Ρε Ελάσσονα, η Λειτουργία σε σι ελάσσονα, τα Κατά Ματθαίον Πάθη, Ορατόριο των Χριστουγέννων, το Καλώς συγκερασμένο Κλειδοκύμβαλο, η Τέχνη της Φούγκας, τα Βρανδεμβούργια Κοντσέρτα,