![]() |
ΑΡΧΙΚΗ ΣΕΛΙΔΑ Μοντιλιάνι 1884 έως 1920 (36)
| ||
---|---|---|---|
ΠΙΝΑΚΕΣ TOY ΜΟΝΤΙΛΙΑΝΙ
|
Ο Αμεντέο Κλεμέντε Μοντιλιάνι, (12 Ιουλίου 1884 – 24 Ιανουαρίου 1920) ήταν Ιταλός ζωγράφος και γλύπτης. Γεννήθηκε στην πόλη Λιβόρνο στην Ιταλία, το τέταρτο και τελευταίο παιδί μιας αστικής οικογένειας. Ο πατέρας του είχε επιχείρηση ξυλείας που όμως χρεοκόπησε και τότε η μητέρα του η οποία ήταν από αριστοκρατική γενιά αναγκάστηκε να εργαστεί ως δασκάλα και μεταφράστρια. Ο Αμεντέο μικρός πέρασε φυματίωση και σε όλη του την ζωή ήταν φιλάσθενος. Σε ηλικία 14 ετών ξεκίνησε να παίρνει μαθήματα ζωγραφική, στα 17 του μαθήτευσε στην σχολή Μελέτης γυμνού της Φλωρεντίας ενώ τον επόμενο χρόνο εισήχθη στην σχολή Καλών τεχνών της Βενετίας. Έμεινε 3 χρόνια εκεί εξελίσσοντας την τεχνική του και το 1905, πραγματοποίησε το όνειρο του και πήγε στο Παρίσι. Έμεινε σε ένα κοινόβιο για άπορους καλλιτέχνες στην Μονμάρτη και έζησε ζωγραφίζοντας, αρχικά επηρεασμένος από τον Λοτρέκ και τον Σεζάν όμως σύντομα υιοθέτησε το δικό του ξεχωριστό στυλ. Ο Μοντιλιάνι συνήθιζε να τελειώνει γρήγορα τους πίνακές του και δεν τους ξαναδούλευε ποτέ. Ύστερα από 3 περίπου χρόνια μποέμικης ζωής με καταχρήσεις, αλκοόλ και χασίσι, ξέμεινε εντελώς από χρήματα κι αναγκάστηκε να γυρίσει στο πατρικό του στο Λιβόρνο. Ανασύνταξε τις δυνάμεις του και το 1909 επέστρεψε στο Παρίσι. Εγκαταστάθηκε στο Μονπαρνάς όπου ήταν φτηνότερα τα ενοίκια. Σε διπλανό διαμέρισμα έμενε η φρεσκοπαντρεμένη ποιήτρια Αχμάτοβα. Ανάμεσα τους αναπτύχθηκε μια θυελλώδης σχέση που διαλύθηκε εξαιτίας των βίαιων ξεσπασμάτων του ύστερα από ένα χρόνο περίπου. Η Αχμάτοβα επέστρεψε στον άνδρα της κι εκείνος έπεσε ακόμη πιο βαθιά στο ποτό και στο χασίσι. Εντωμεταξύ είχε γνωριστεί με τον Ρουμάνο γλύπτη Μπρανκούζιν και υπό την καθοδήγηση του αφοσιώθηκε στη γλυπτική, για μερικά χρόνια δεν ζωγράφισε ούτε έναν πίνακα. Το 1912 πήρε μέρος σε μια έκθεση γλυπτικής και απέσπασε καλές κριτικές, έβγαλε και κάποια χρήματα.
Όταν ξέσπασε ο Α παγκόσμιος πόλεμος θέλησε να καταταγεί αλλά δεν τον πήραν λόγω της εύθραυστης υγείας του. Τα επόμενα χρόνια ήταν δύσκολα με πολλές ελλείψεις σε τρόφιμα και φάρμακα λόγω του πολέμου, όμως με την συμπαράσταση ενός εμπόρου τέχνης που είχε πιστέψει στο ταλέντο του, ο Μοντιλιάνι αφιερώθηκε στην ζωγραφική και σε 5 χρόνια ζωγράφισε 300 πίνακες. Το 1917 πραγματοποίησε την πρώτη και μοναδική του έκθεση ζωγραφικής. Είχε μεγάλη επιτυχία και κόσμος συνέρρεε για να θαυμάσει αρκετούς πίνακες με γυμνά, εξαιτίας αυτών ακριβώς των πινάκων η αστυνομία έκλεισε την έκθεση μετά από λίγες μέρες. Στην διάρκεια της έκθεσης γνωρίστηκε με την 19χρονη Ζαν Εμπιτέρν η οποία ήταν φοιτήτρια ζωγραφικής, αναπτύχθηκε μεγάλος έρωτας ανάμεσά τους και ξεκίνησαν να ζουν μαζί παρά τις έντονες αντιδράσεις της συντηρητικής της οικογένειας. Ταξίδεψαν στην Κυανή Ακτή όπου ο Μοντιλιάνι την ζωγράφισε δεκάδες φορές και έφτιαξε μερικούς από τους πιο αριστουργηματικούς του πίνακες. Στις 29 Νοεμβρίου του 1918 η Ζαν γέννησε την κόρη τους και το ζευγάρι σκόπευε να παντρευτεί. Δεν πρόλαβαν καθώς στις 24 Ιανουαρίου 1920 ο Μοντιλιάνι πέθανε, άλλες πηγές μιλάνε για μηνιγγίτιδα, άλλες για την παιδική φυματίωση που ποτέ δεν τον είχε εγκαταλείψει, όλες συμφωνούν πως το αλκοόλ και τα ναρκωτικά επιβάρυναν την κατάσταση του. Η Ζαν ήταν τότε έγκυος 8 μηνών στο δεύτερο παιδί τους. Δεν μπορούσε να αντέξει χωρίς αυτόν και την επομένη της κηδείας του ανέβηκε στον πέμπτο όροφο της κατοικίας των γονιών της και πήδηξε. Πέθανε και αυτή και το έμβρυο ακαριαία. Είχε αφήσει μήνυμα πως θέλει να θαφτεί δίπλα στον Μοντιλιάνι. Οι γονείς της που τον θεωρούσαν σαν τον κακό δαίμονα που είχε καταστρέψει την κόρη τους, αρνήθηκαν να της εκπληρώσουν την επιθυμία και την έθαψαν σε διαφορετικό νεκροταφείο. Δέκα χρόνια αργότερα και καθώς οι πληγές είχαν απαλύνει, τα κόκαλα της μεταφέρθηκαν δίπλα στα δικά του. Τότε γράφτηκαν και οι δύο επιγραφές: «Χτυπήθηκε απ’ τον θάνατο, τη στιγμή της δόξας του», «Αφοσιωμένη σύντροφος, ακόμα και στην υπέρτατη θυσία». |