ΑΡΧΙΚΗ ΣΕΛΙΔΑ

Άλκη Ζέη 1923 έως 2020 (97)

Στη ζωή με απογοητεύουν αυτοί που έχω πιστέψει, όχι εκείνοι στους οποίους δεν πίστεψα ποτέ.


ΑΠΟΦΘΕΓΜΑΤΑ

Με μολύβι φάμπερ

νούμερο δύο




Η Άλκη Ζέη ήταν Ελληνίδα συγγραφέας, με πολλές διακρίσεις και βιβλία που αγαπήθηκαν πολύ από παιδιά και μεγάλους. Γεννήθηκε στην Αθήνα, στις 15 Δεκεμβρίου του 1923. Ο πατέρας της καταγόταν από την Κρήτη και η μητέρα της από τη Σάμο, πέρασε τα πρώτα παιδικά της χρόνια στη Σάμο, στο σπίτι του παππού της, καθώς η μητέρα της είχε πάθει φυματίωση και είχε εισαχθεί σε κλινική στην Πάρνηθα. Ο παππούς της ήταν καθηγητής αρχαίων Ελληνικών και της μετέδωσε την αγάπη για το διάβασμα. Όταν η μητέρα της θεραπεύτηκε και άρχισε το σχολείο, μετακόμισαν στην Αθήνα. Σπούδασε στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, στη Δραματική Σχολή του Ωδείου Αθηνών και αργότερα στο Κινηματογραφικό Ινστιτούτο της Μόσχας.

Ξεκίνησε το γράψιμο στα γυμνασιακά της χρόνια, αρχικά γράφοντας για το κουκλοθέατρο, διηγήματα και νουβέλες, που δημοσιεύονταν σε διάφορα λογοτεχνικά περιοδικά. Παράλληλα με το γράψιμο, αγωνίστηκε για τη δημοκρατία και την κοινωνική δικαιοσύνη και τη δημοκρατία, συμμετέχοντας στο αριστερό κίνημα από τα χρόνια της γερμανικής κατοχής στην Ελλάδα. Από το 1952 μέχρι το 1964 λόγω των αριστερών της πεποιθήσεων αναγκάστηκε να φύγει από την Ελλάδα, έζησαν μαζί με τον άντρα της, το θεατρικό συγγραφέα Γιώργο Σεβαστίκογλου, σαν πολιτικοί πρόσφυγες στη Σοβιετική Ένωση, αρχικά στην Τασκένδη και ύστερα στη Μόσχα, όπου γεννήθηκαν και τα δυο παιδιά τους. Μόλις για 3 χρόνια κατάφεραν να μείνουν στην Ελλάδα 64-67 και αναγκάστηκαν λόγω της δικτατορίας να ξαναφύγουν, στο Παρίσι, όπου παρέμειναν μέχρι την πτώση της χούντας. .

Στη λογοτεχνία η Άλκη Ζέη πρωτοπαρουσιάστηκε το 1966 με την έκδοση του νεανικού μυθιστορήματος «Το καπλάνι της βιτρίνας» κι ακολούθησε το επίσης νεανικό «Ο μεγάλος περίπατος του Πέτρου», με αυτά καθιερώθηκε στο χώρο της λογοτεχνίας για παιδιά και νέους. Το 1971 και ενώ ήταν εξόριστη στο Παρίσι, έγραψε τον Μεγάλο περίπατο του Πέτρου, αυτή τη φορά με θέμα την Κατοχή και την απελευθέρωση. Με το έργο «Η αρραβωνιαστικιά του Αχιλλέα» τοποθετήθηκε κριτικά απέναντι στην κομματική ηθική της Αριστεράς, γεγονός πρωτοποριακό για την εποχή εκείνη. Μεγάλη επιτυχία γνώρισε και το «Ο ψεύτης παππούς» 2007, με αναμνήσεις από τον παππού της καθώς και το αυτοβιογραφικό «Με μολύβι φάμπερ νούμερο δύο» (2013) στο οποίο αναπαριστάνεται . Έγραψε περισσότερα από 20 μυθιστορήματα τα οποία μεταφράστηκαν σε πολλές ξένες γλώσσες ενώ κι εκείνη έκανε μεταφράσεις από τα γαλλικά, τα ιταλικά και τα ρωσικά.

Έφυγε από τη ζωή στις 27 Φεβρουαρίου 2020.

ΜΕ ΔΙΚΑ ΤΗΣ ΛΟΓΙΑ :

«Εκείνο που κυρίως πίστευα τότε είναι ότι μέσα στη ζωή, όπως βάζεις τα παπούτσια σου κάθε πρωί, έτσι πρέπει να πάρεις και ένα βιβλίο. Γιατί πάντα βλέπαμε τον παππού μας να κρατάει ένα βιβλίο στο χέρι, ακόμα και όταν πήγαινε περίπατο στην παραλία, διάβαζε περπατώντας. Έτσι κι εγώ, μικρή έπαιρνα ένα βιβλίο και περπατούσα πάνω-κάτω, έτσι νόμιζα ότι έπρεπε να κάνουμε. Από αυτόν τον ωραίο τόπο φύγαμε, γιατί η μητέρα μας έγινε καλά και μας πήγανε στο Μαρούσι. Μας φάνηκε ότι πήγαμε σε μια ξένη γη, με δυο ξένους ανθρώπους που μας είπαν ότι ήταν οι γονείς μας και όταν έφυγε ο παππούς μας, νόμιζα ότι πήρε τα πάντα μαζί του. Ήταν μια καινούρια αφετηρία».

Όταν ο θείος μου παντρεύτηκε τη Διδώ Σωτηρίου που ήταν δημοσιογράφος, εκείνη μου εξήγησε ότι «τις σκέψεις σου μπορείς να τις γράφεις». Κι αυτό μ΄ άρεσε πολύ. Γιατί η αδελφή μου ήταν πολύ φλύαρη και δεν μου άφηνε χώρο, Και μου άρεσε πολύ να μπορώ να γράψω τις σκέψεις μου».

Στα δεκάξι μας πηγαίναμε με την αδελφή μου στον Λουμίδη και ακούγαμε να μιλάνε οι μεγάλοι, που δεν ήταν ακόμα τόσο διάσημοι, όπως ο Γκάτσος, ο Ελύτης, ο Εμπειρίκος και μέναμε με ανοιχτό το στόμα. Τώρα δεν ξέρω αν μαζεύονται οι διανοούμενοι κι αν συζητάνε για ποίηση και λογοτεχνία, αλλά ειλικρινά τότε εκείνοι μιλούσαν μόνον γι΄αυτά. Ούτε για πείνα ούτε για τίποτε άλλο...

Μετά οργανωθήκαμε στην ΕΠΟΝ. Στην ΕΠΟΝ κάναμε και πάρτι ολονύχτια, γιατί δεν μπορούσαμε να γυρίζουμε αργά στα σπίτια, απαγορευόταν η κυκλοφορία. Και βάζαμε ένα γραμμόφωνο και κάναμε ότι χορεύαμε για να μπορούμε να τυπώνουμε παράνομες εφημερίδες, προκηρύξεις κ.α. Στο πιάνο έπαιζε ένα παιδί όλη τη νύχτα και του βάζαμε στο στόμα μαύρες σταφίδες για να μην πεινάει. Αυτό το παιδί ήταν ο Μάνος Χατζιδάκις. Πολλές φορές με τη Ζωρζ –όσο ζούσε ακόμα– καθόμασταν και λέγαμε: «“Μην το πούμε πουθενά αλλά τα χρόνια της κατοχής ήταν ευτυχισμένα χρόνια”, γιατί πιστεύαμε σε κάτι, είχαμε ένα όραμα πιστεύαμε ότι πραγματικά και εμείς βοηθούμε στο να απελευθερωθεί η Ελλάδα. Λέγαμε όταν τελειώσει η κατοχή θα ζήσουμε αυτό το όραμα. Τώρα αν δεν μας βγήκε είναι άλλο θέμα...»