|
ΑΡΧΙΚΗ ΣΕΛΙΔΑ Εξυπερύ 1900 έως 1944 (44)
| ||
|---|---|---|---|
|
ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΑ
Έπειτα πρόσθεσε: - Πήγαινε να ξαναδείς τα τριαντάφυλλα. Θα καταλάβεις πως το δικό σου είναι μοναδικό στον κόσμο. Θα ξανάρθεις να με αποχαιρετήσεις και θα σου χαρίσω ένα μυστικό. Ο μικρός πρίγκιπας πήγε να ξαναδεί τα τριαντάφυλλα. - Δε μοιάζετε καθόλου με το δικό μου τριαντάφυλλο, δεν είσαστε τίποτα ακόμα, τους είπε. Κανείς δε σας έχει εξημερώσει και δεν έχετε εξημερώσει κανέναν. Είσαστε όπως ήταν η αλεπού μου. Μια αλεπού ίδια μ’ άλλες εκατό χιλιάδες. Γίναμε όμως φίλοι και τώρα είναι μοναδική στον κόσμο. Και τα τριαντάφυλλα στέκονταν θιγμένα. - Είσαστε όμορφα, όμως είσαστε άδεια, τους είπε ακόμα. Δεν πεθαίνει κανείς για σας. Βέβαια, και το δικό μου τριαντάφυλλο ένας απλός περαστικός θα έλεγε πως σας μοιάζει. Όμως εκείνο μόνο του έχει περισσότερη σημασία απ’ όλα εσάς, αφού εκείνο είναι που πότισα. Αφού εκείνο έβαλα κάτω απ’ τη γυάλα. Αφού εκείνο προστάτεψα με το παραβάν. Αφού σ’ εκείνο σκότωσα τις κάμπιες (εκτός από δυο τρεις που άφησα για να γίνουν πεταλούδες). Αφού εκείνο άκουσα να παραπονιέται ή να κομπάζει ή κάποιες φορές ακόμα να σωπαίνει. Αφού είναι το τριαντάφυλλό μου. |
Ο Αντουάν ντε Σαιντ Εξυπερύ γεννήθηκε στις 29 Ιουνίου του 1900 στη Λυών της Γαλλίας, ήταν γάλλος συγγραφέας γνωστός στο ευρύ κοινό για το βιβλίο του «ο Μικρός πρίγκιπας», φιλόσοφος που ανέλυε τον άνθρωπο και την καταγωγή του, όπως φάνηκε κυρίως από τα έργα του «Γη των ανθρώπων» και «Ταχυδρομείο του νότου» και επίσης λάτρης και πρωτοπόρος της αεροπλοΐας. Μεγάλωσε σε μια παλιά αριστοκρατική οικογένεια, έχοντας ευτυχισμένα παιδικά χρόνια με μελανό σημείο τον θάνατο του πατέρα του όταν ακόμη ήταν μικρός. Στα 12 του παρακολούθησε μια ομάδα μηχανικών να συναρμολογούν ένα αεροπλάνο κι ήταν τέτοιος ο ενθουσιασμός του που τον κάλεσαν να συμμετάσχει στην δοκιμαστική πτήση, εκείνη την ημέρα αποφάσισε πως θα γίνει πάση θυσία αεροπόρος. Το 1918 τελειώνοντας το σχολείο κατατάχθηκε να υπηρετήσει την θητεία στην αεροπορία ως μηχανικός, ξεκίνησε μαθήματα πιλότου και στη συνέχεια εκπαιδεύτηκε και στα μαχητικά αεροσκάφη. Το 1922 έπαθε ένα σοβαρό ατύχημα που λίγο έλειψε να του κοστίσει την ζωή του, αναγκαστικά απομακρύνθηκε για κάποια χρόνια από τα αεροπλάνα και μέχρι να γίνει καλά κι έγραψε το πρώτο του βιβλίο «ο Αεροπόρος». Το 1926 έπιασε δουλειά σε μια ταχυδρομική εταιρεία εκτελώντας πτήσεις μεταξύ Τουλούζης κα Β. Αφρικής. Τα διαστήματα που περίμενε κάθε φορά ως την επόμενη πτήση έγραφε ακατάπαυστα και τέλειωσε το βιβλίο «Ταχυδρομείο του Νότου» όπου εξιστορεί εκτός των άλλων τις αντιξοότητες της αεροπλοΐας του καιρού εκείνου, όταν με ελάχιστα μέσα που διέθεταν τα αεροπλάνα πραγματοποιούσαν απίστευτα τολμηρές πτήσεις, αρκετοί δεν επέστρεφαν ποτέ. Η εταιρεία στην οποία εργαζόταν γρήγορα γιγαντώθηκε, επεκτάθηκε σε πολλές απομακρυσμένες περιοχές του κόσμου, αγοράστηκε από όμιλο επιχειρηματιών το 1933 και έγινε η Air France. Ο Αντουάν ήρθε σε ρήξη με τους καινούργιους ιδιοκτήτες και έχασε την δουλειά του. Από το 1931 ήταν παντρεμένος και για να επιβιώσει οικονομικά γράφει την «νυχτερινή πτήση» καθώς και κάποιες αισθηματικές νουβέλες οι οποίες γίνονται ταινίες στο Χόλυγουντ.
Το 1936 αγοράζει με όλες του τις οικονομίες ένα αεροπλάνο με το οποίο καταρρίπτεται από αμμοθύελλα στην έρημο, τον βρίσκουν τυχαία, ύστερα από μέρες, κάποιοι βεδουίνοι. Το 1937 προσλαμβάνεται από την Air France με στόχο την διάσχιση του Ατλαντικού και την αεροπορική σύνδεση Ευρώπης με Κεντρική Αμερική όμως ένα σοβαρό ατύχημα στην Γουατεμάλα τον φέρνει στα πρόθυρα του θανάτου για μια ακόμη φορά. Νοσηλεύεται σε νοσοκομείο της Νέας Υόρκης και γράφει τα 2 αριστουργήματα του: «Γη των ανθρώπων» και «Μικρός πρίγκιπας». Το 1938 γυρίζει στην Γαλλία και πηγαίνει στην Ισπανία ως πολεμικός ανταποκριτής, παίρνοντας θέση ενάντια στον Φράνκο. Όταν ξεσπάει ο δεύτερος παγκόσμιος πόλεμος θέλει πάση θυσία να συμμετάσχει ως πιλότος, οι γιατροί τον κρίνουν μεγάλο και ακατάλληλο αλλά εκείνος χρησιμοποιεί την φήμη του και πετυχαίνει να ενταχθεί στην μοίρα αναγνώρισης στην Καμπανία. Σε μια από τις αποστολές του διακινδυνεύει τόσο πολύ ώστε να τον θεωρούνε νεκρό καθώς είχε χαθεί μέσα σε μια ζώνη αδιάκοπων εχθρικών πυρών. Τελικά είχε καταφέρει να γλιτώσει πετώντας χαμηλά και καλυπτόμενος από τους καπνούς των βομβαρδισμών. Γύρισε στην Αμερική όταν παραδόθηκε η Γαλλία στους Γερμανούς, απογοητευμένος και αγανακτισμένος με αυτή την εξέλιξη, τότε έγραψε το «Πιλότος πολέμου». Το 1943 με την απόβαση των Αμερικανών στην Αφρική χρησιμοποίησε και πάλι την φήμη του και τις διασυνδέσεις του για να επιστρέψει στην ενεργό δράση. Καταφέρνει να ενταχθεί σε αναγνωριστική μοίρα στην Κορσική, πετάει με ένα αεροπλάνο που έχει όριο ηλικίας πιλότου τα 28 έτη ενώ αυτός είναι 44, έχει πολλαπλά τραύματα από προηγούμενες πτώσεις του κι επιπλέον ξενυχτάει γράφοντας, οι συνάδελφοι του ανησυχούνε αλλά κανείς δεν τολμάει να του πει πως πρέπει να σταματήσει τις πτήσεις. Στις 31/07/1944 έφυγε για αποστολή και δεν ξαναγύρισε. Το 2003 βρέθηκαν τα συντρίμμια του αεροσκάφους του σε θαλάσσια περιοχή κοντά στην Τουλούζη. Είχε καταρριφθεί από γερμανικό μαχητικό. Αργότερα βρέθηκε και ο γερμανός που τον είχε καταρρίψει, ένας φανατικός θαυμαστής του Εξυπερύ που είχε διαβάσει όλα του τα βιβλία. |
||