ΑΡΧΙΚΗ ΣΕΛΙΔΑ

Έρμαν Έσσε 1877 έως 1962 (85)

Ευτυχία σημαίνει αγάπη, τίποτε άλλο. Όποιος μπορεί να αγαπάει, είναι ευτυχής.


ΑΠΟΦΘΕΓΜΑΤΑ

Σιντάρτα


Ο λύκος της στέπας


Δέντρα: Σκέψεις

και ποιήματα



Ο λύκος (Διήγημα)


Όλοι μας ως το τέλος της ζωής μας κουβαλάμε τα υπολείμματα από τη γέννησή μας, τις μεμβράνες και το κέλυφος από τ’ αυγό ενός αρχέγονου κόσμου. Πολλοί δεν καταφέρνουν ποτέ να γίνουν άνθρωποι. Παραμένουν βάτραχοι, σαύρες, μυρμήγκια. Πολλοί είναι άνθρωποι από τη μέση κι απάνω και ψάρια από τη μέση και κάτω. Ο καθένας, ωστόσο, αντιπροσωπεύει μια προσπάθεια της φύσης να δημιουργήσει μια ανθρώπινη ύπαρξη. Οι ρίζες μας είναι κοινές. Όλοι προερχόμαστε από την ίδια μήτρα. Το κάθε άτομο ξεπετιέται από την ίδια άβυσσο, αγωνίζεται να πετύχει το σκοπό του. Καταλαβαίνουμε ο ένας τον άλλο, μα κάθε άνθρωπος μπορεί να εξηγήσει μόνο τον εαυτό του

Ο Έρμαν Έσσε (1877-1962) ήταν Γερμανός συγγραφέας, ποιητής και φιλόσοφος. Καταγόταν από θρησκόληπτη οικογένεια και στα νεανικά του χρόνια υπέστη μεγάλη καταπίεση. Ο πατέρας του, Γιόχαν, ήταν ιεραπόστολος, γεννημένος στην Εσθονία που τότε ανήκε στην Ρωσία. Η μητέρα του λεγόταν Μαρί και ήταν σουηδοελβετικής καταγωγής, γεννημένη στην Ιταλία. Οι γονείς του είχαν γνωριστεί σε μια προτεσταντική ιεραποστολή στην Ινδία όπου και οι δυο υπηρετούσαν. Το 1873 μετακόμισαν κι εγκαταστάθηκαν στο Calw της Γερμανίας όπου εργάστηκαν στον ιεραποστολικό εκδοτικό οίκο του πατέρα της Μαρί. Ο μικρός Έρμαν γεννήθηκε στις 2 Ιουλίου του 1877 και στάλθηκε αρχικά στο Λατινικό Σχολείο και εν συνεχεία, το 1891, στο Ευαγγελικό Θεολογικό Εκπαιδευτήριο, από όπου δραπέτευσε τον Μάρτιο του 1892. Τον βρήκαν και τον ανάγκασαν να συνεχίσει το σχολείο, τον Μάιο έκανε απόπειρα αυτοκτονίας.

Ακολούθησαν συνεχείς συγκρούσεις με τους θρησκόληπτους γονείς του οι οποίοι δεν δίστασαν να τον κλείσουν σε ένα θεοκρατικό αναμορφωτήριο και εν συνεχεία σε μια ψυχιατρική κλινική για να τον ξαναφέρουν στον δρόμο του Θεού. Έκανε πολλές προσπάθειες να ξεφύγει από την θρησκοληψία και την ρουτίνα του σπιτιού, δούλεψε σε βιβλιοπωλείο και σαν εργάτης, τελικά βρήκε διέξοδο στην λογοτεχνία, έγινε μέλος σε μία λογοτεχνική λέσχη όπου μπορούσε να δανείζεται και να διαβάζει έργα της παγκόσμιας κλασικής λογοτεχνίας και συγχρόνως ξεκίνησε να γράφει. Σε ηλικία 19 ετών δημοσιεύτηκε ένα ποίημα του σε περιοδικό της Βιέννης και τρία χρόνια αργότερα (το 1899) εξέδωσε την πρώτη συλλογή διηγημάτων του. Το 1904 παντρεύτηκε την Μαρία Μπερνούλι (της γνωστής οικογένειας μαθηματικών), εγκαταστάθηκαν κοντά στην λίμνη Κωστάντζα.

Γύρω στο 1905 έδειχνε μεγάλο ενδιαφέρον για τον γερμανικό Ρομαντισμό, τον Βουδισμό και την Θεοσοφία. Το 1911, είχε 3 γιούς και βρισκόταν σε διάσταση με την σύζυγο του όταν αποφάσισε να ταξιδέψει στην Σρι Λάνκα και την Ινδονησία για να διευρύνει τους ορίζοντές του. Στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο (1914-1919) υπηρέτησε στον γερμανικό στρατό ως βοηθητικός. Το 1916 πέθανε ο πατέρας του, αρρώστησε σοβαρά ο γιός του και εκδήλωσε σχιζοφρένεια η σύζυγος του, για να ξεπεράσει την πίεση αυτή της περιόδου στράφηκε στην ψυχανάλυση. Το 1922 εκδόθηκε το αλληγορικό αριστούργημα του «Σιντάρτα», γύρω από τα νεανικά χρόνια του Γκαουτάμα Βούδα.Το 1923 απέκτησε την Ελβετική υπηκοότητα, το 1924 έκανε έναν αποτυχημένο γάμο για μερικούς μόνο μήνες με την τραγουδίστρια Ρουθ Βέγκνερ. Το 1927 εκδόθηκε μια βιογραφία του από τον φίλο του Ούγκο Μπαλ ενώ αίσθηση προκάλεσε το μυθιστόρημα «Ο λύκος της στέπας», το 1931 μετακόμισε στην Μοντανιόλα της Ελβετίας, όπου πραγματοποίησε τον τρίτο του γάμο με την εβραία ιστορικό τέχνης Νινόν, την οποία γνώριζε ήδη 14 χρόνια. Κατά την περίοδο της Δημοκρατίας της Βαϋμάρης (1919 – 1933) έμεινε μακριά από κάθε είδους πολιτική ενώ με την άνοδο του Ναζισμού κατηγορήθηκε και από τους Εβραίους ότι δεν είχε εναντιωθεί ως όφειλε στο ναζισμό, (παρά το γεγονός ότι από την Ελβετία όπου ζούσε είχε βοηθήσει αρκετούς να διαφύγουν από την Γερμανία), και οι εθνικιστές τον θεωρούσαν φίλο των Εβραίων ώστε οι γερμανικές εφημερίδες να σταματήσουν να δημοσιεύουν κείμενα του.

Το 1941 οι Ναζί τον έθεσαν σε δυσμένεια και το 1943 απαγόρευσαν την κυκλοφορία των βιβλίων του, έτσι διακόπηκε κι η κυκλοφορία του αριστουργήματός του «Το παιχνίδι με τις χάνδρες». Το 1946 τιμήθηκε με το βραβείο Γκαίτε και ακολούθησαν το 1947 το βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας καθώς και ένας τιμητικός μεταπτυχιακός τίτλος από το Πανεπιστήμιο της Βέρνης. Τα επόμενα χρόνια έγραψε πολλά ποιήματα και άρθρα σε ελβετικές εφημερίδες, στις 9 Αυγούστου 1962 πέθανε κατά την διάρκεια του ύπνου του από εγκεφαλική αιμορραγία.